γαληνίζω

γαληνίζω
(AM γαληνίζω) [γαλήνη]
γίνομαι γαλήνιος, ημερεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγαλήνιστος — η, ο [γαληνίζω] ο αγαλήνευτος* …   Dictionary of Greek

  • γαλήνισμα — το [γαληνίζω] το γαλήνεμα …   Dictionary of Greek

  • γαληνισμός — (I) ο το ιατρικό σύστημα τού Γαληνού, το οποίο βασίζεται στη θεωρία τών τεσσάρων χυμών, τών τριών βασικών ποιοτήτων και τών τριών πνευμάτων. (II) γαληνισμός, ο (Α) [γαληνίζω] η καταπράυνση, η καθησύχαση …   Dictionary of Greek

  • λαγανίζω — (Α λαγανίζω) [λάγανον] νεοελλ. καθαρίζω σιτάρι στο αλώνι με τη σκούπα αρχ. 1. τρώω πίτες, λάγανα 2. (εσφ. γρφ.) (για άνεμο) γαληνίζω, γαληνεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”